- οικείωση
- η (Α οἰκείωσις) [οικειώ]1. οικειοποίηση, ιδιοποίηση, σφετερισμός («τὰ μὲν ὑπολύοντες κατέκοπτον, τῶν δὲ οἰκείωσιν ἐποιοῡντο», Θουκ.)2. εξοικείωση με κάποιον ή με κάτιαρχ.1. συγγένεια εξ επιγαμίας, συμπεθεριό, κηδεστία2. έλξη, κλίση, συμπάθεια προς κάτι («ἡ πρὸς τὸ ζῆν οἰκείωσις» — η αγάπη για τη ζωή, Πλάτ.)3. ενδιάθετη τάση, ροπή («οἰκείωσις εἰς ἡδονήν», Γαλ.)4. προσαρμογή5. συμφιλίωση, συμβιβασμός6. στον πληθ. αἱ οἰκειώσειςκέρδη, ωφελήματα.
Dictionary of Greek. 2013.